- ελιά
- Δέντρο της οικογένειας των ελαιιδών (δικοτυλήδονα). Είναι γνωστό από τους αρχαιότατους χρόνους και πιθανότατα κατάγεται από τον χώρο της ανατολικής Μεσογείου. Η παράδοση αναφέρει ως πατρίδα της ε. την Αθήνα, αφού η πρώτη ε., η Μορία Ελαία, φυτεύτηκε από την Αθηνά στην Ακρόπολη.
Η ε. προτιμά τα εύκρατα κλίματα, όπου επικρατούν μέτριες τιμές θερμοκρασίας (μέση ετήσια θερμοκρασία 16°C) και υγρασίας, γι’ αυτό είναι ευρύτατα διαδεδομένη στη μεσογειακή ζώνη (Ελλάδα, Ιταλία, Ισπανία, Τουρκία, Αλγερία κλπ.). Είναι αειθαλές δέντρο, έχει φύλλα αντίθετα, λογχοειδή, δερματώδη, σκουροπράσινα στην πάνω επιφάνεια και αργυρόχροα στην κάτω. Τα άνθη της είναι λευκωπά και διατάσσονται κατά μασχαλιαίους βότρυες· οι καρποί είναι ωοειδείς δρύπες, ελλειψοειδείς ή στρογγυλές, περισσότερο ή λιγότερο σαρκώδεις, με επιδερμίδα αρχικά πράσινη, που γίνεται κοκκινωπή έως μελανή κατά την ωρίμανση, και πυρήνα αποξυλωμένο, οστεώδη, σκληρό, προσκολλημένο στη σάρκα, με 1-2 σπέρματα.
Οι ποικιλίες που καλλιεργούνται είναι πολλές. Σε ορισμένες από αυτές έχει επιτευχθεί μεγαλύτερη απόδοση σε ελαιόλαδο, χάρη σε μια αξιόλογη σμίκρυνση του πυρήνα προς όφελος της σάρκας.
Οι ελληνικές ποικιλίες, ανάλογα με το βάρος των καρπών και τα άλλα χαρακτηριστικά τους, κατατάσσονται σε μικρόκαρπες (αγριελιά, κορωναίικη, μεθωνιά ή μαυρελιά, τραγολιά, ζυμολιά, κορφολιά, σμερτολιά, κουτσουρελιά, μελολιά και πικρολιά), μεσόκαρπες (αγουρομανακολιά, τσουνάτη, μαστοειδής, μπρατσουλολιά, αδραμυτινή, μεγαρίτικη, δαφνελιά, βαλανολιά, θρουμπελιά, καλολιά και καλοκαιρίδα) και αδρόκαρπες ή χονδρολιές (κονσερβολιά, κορινθιακή, κολυμπάδα, Καλαμών, καρυδολιά, αμυγδαλοελιά, ανδόκαρπος, βασιλική, στρογγυλοειδής και στραβολιά).
Η ε. φύεται σε όλα τα εδάφη, αλλά ευδοκιμεί σε αυτά που αποστραγγίζονται, έχουν αμμοαργιλώδη ή χαλικώδη σύσταση, διαθέτουν ασβέστιο και κάλιο και μέτρια αναλογία αζώτου. Απαιτεί κλίμα θερμό, ξηρό και χωρίς νεφώσεις από την άνοιξη έως το φθινόπωρο. Είναι ευπαθής σε παρατεταμένη έκθεση στον δυνατό ήλιο ή στους θερμούς ανέμους του καλοκαιριού (λίβας) ή ακόμα στην πάχνη και στην ομίχλη (πεδιάδες).
Η ε. πολλαπλασιάζεται με σπόρο, μοσχεύματα, καταβολάδες, παραφυάδες και σφαιροβλάστες ή γόγγρους (εξογκώματα στη βάση του κορμού). Στην Ελλάδα συνηθέστεροι τρόποι πολλαπλασιασμού είναι με μοσχεύματα από πολυετείς κλάδους και με σφαιροβλαστούς. Παράλληλα χρησιμοποιείται σε μεγάλη κλίμακα, ιδίως στα μεγάλα φυτώρια, ο πολλαπλασιασμός με σπόρο, που ακολουθείται από εμβολιασμό των σποροδενδρυλλίων με τις επιθυμητές ποικιλίες.
Συγκεντρωμένες σε εκτάσεις λιγότερο ή περισσότερο εκτεταμένες (ελαιώνες), οι ε. διακρίνονται, σύμφωνα με έναν διαχωρισμό καθαρά αγροτικό και βιομηχανικό, σε ε. βρώσιμες ή ε. για εξαγωγή λαδιού. Οι βρώσιμες έχουν σάρκα με μικρότερη περιεκτικότητα σε λάδι και πιο ογκώδεις καρπούς. Για να περιοριστεί η πικρή γεύση των φρέσκων καρπών και να μετατραπούν σε βρώσιμες ε., εφαρμόζονται πολλές μέθοδοι που διαφέρουν από περιοχή σε περιοχή και από ποικιλία σε ποικιλία.
Ειδικές προφυλάξεις που λαμβάνονται κατά τη συλλογή των ε. εξασφαλίζουν ελαιόλαδο αμετάβλητο, πράγμα που μπορεί να επιτευχθεί μόνο εάν οι καρποί δεν υποστούν ζημιές. Γι’ αυτό, ο πιο ασφαλής τρόπος συλλογής είναι με τα χέρια και κατά δεύτερο λόγο με το τίναγμα, αφού απλωθούν ελαιόπανα κάτω από τα δέντρα.
Κλαδί ελληνικής ελιάς με καρπούς που έχουν σχεδόν ωριμάσει.
Η ελληνική παράδοση αναφέρει πατρίδα της ελιάς την Αθήνα, αφού η πρώτη ελιά, η «Μορία Ελαία», φυτεύτηκε από την Αθηνά στην Ακρόπολη. Οπωσδήποτε, οι Έλληνες είναι ο πρώτος λαός που καλλιέργησε την ελιά στον ευρωπαϊκό μεσογειακό χώρο.
* * *και εληά και ελαία, η (ΑΜ ἐλαία, Α και ἐλάα)1. αειθαλές δέντρο που από τον καρπό του με έκθλιψη εξάγεται το λάδι2. ο καρπός τού δέντρου («ελιές τσακιστές, χαραχτές, μαύρες κ.λπ.»)3. σκουρόχρωμη, μερικές φορές τριχωτή, κηλίδα τού δέρματος («ελιά στην αμασχάλη»)4. φρ. «κλαδί ελιάς», «κλάδος ἐλαίας», «κάρφος ἐλαίας» — σύμβολο συνδιαλλαγής και ειρήνηςνεοελλ.φρ.1. «τρώει ψωμί κι ελιές», «τήν πέρασε με ψωμί κι ελιά» — ζει με υπερβολική λιτότητα2. παροιμ. «οι ελιές με το κουκκούτσι βάζουν στον άνθρωπο παπούτσι» — με την ολιγάρκεια μπορεί κανείς να πλουτίσει.[ΕΤΥΜΟΛ. Οι ελλ. τύποι ελαία < *ελαίFα και έλαιον < *έλαιFον καθώς και το αρμ. ewt «λάδι» είναι λέξεις μεσογειακής προελεύσεως. Τα ελαία, έλαιον μέσω τής Λατινικής εισήχθησαν και σε άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες (πρβλ. ιταλ. oliva, olio, γαλλ. olive, huile, αγγλ. olive, oil). O νεοελλ. τ. ελιά < ελαία, με συνίζηση (πρβλ. εννέα-εννιά, καρδία-καρδιά), δηλώνει τόσο το δέντρο όσο και τον καρπό του. Το ουδ. λάδι < μσν. (ε)λάδιν < (αρχ. μτγν.) ελᾴδιον, υποκοριστικό τού αρχ. ελάα < ελαία, περιόρισε τη χρήση τού αρχ. τ. έλαιον που σήμαινε μόνο «το λάδι τής ελιάς» και που αποτέλεσε στις νότιες περιοχές βασικό στοιχείο διατροφής. Ακόμη, χρησιμοποιήθηκε για τον καθαρισμό τού σώματος (βλ. λ. σαπούνι) καθώς και για τον φωτισμό. Στους νεώτερους χρόνους χρησιμοποιήθηκε κυρίως ως καύσιμη ύλη και ως λιπαντικό. Η λ. λάδι χρησιμοποιείται επίσης γενικά για να δηλώσει κάθε είδους υγρό που έχει τα χαρακτηριστικά αυτού (πρβλ. λάδι αυτοκινήτου)].Παράγωγα και σύνθετα τής λέξης ελιά (ελαία): ΠΑΡ.: ελαϊκός, ελαιώδης, ελαιώνας, ελαίωση, ελαιωτόςαρχ.ελαιάζω, ελαιήεις, ελαΐδιον, ελαιεύς, ελαιρόν, ελαιρός, λαΐςαρχ.-μσν.ελάδιον, ελαιώνηςνεοελλ.ελαΐζω, ελαιηρός, ελαΐνης, ελαΐνεος, ελαϊστήρας, ελαίτρινος, ελαιώνω.ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) ελαίαγνος, ελαιέμπορος, ελαιοβαφής, ελαιοβραχής, ελαιοβρεχής, ελαιόβροχος, ελαιοδόχος, ελαιοειδής, ελαιότρυγον, ελαιοφόρος, ελαιοφυής, ελαιόφυτος, ελαιόχρουςαρχ.ελαιθερής, ελαιόδευτος, ελαιοθέτης, ελαιόθηλος, ελαιοκάπηλος, ελαιόκομος, ελαιολογώ, ελαιόμελι, ελαιοπάροχος, ελαιοπληθής, ελαιοπράτης, ελαιόρρους, ελαιοσπάραγος, ελαιόσπονδα, ελαιοτρίπτης, ελαιοφανής, ελαιοχρίστης, ελαιοχύτηςαρχ.-μσν.ελαιοδόκος, ελαιοτρόπιονμσν.ελαιόγαρον, ελαιοδάφνη, ελαιόθρεπτος, ελαιόκλαδος, ελαιοκονία, ελαιοποιός, ελαιοστάφυλοςμσν.- νεοελλ.ελαιακόνη, ελαιότοποςνεοελλ.ελαιαγνίδες, ελαιάγριον, ελαιαέριον, ελαιοβαπτικός, ελαιοβαφή, ελαιόβρεκτος, ελαιογόνος, ελαιογραφία, ελαιογραφώ, ελαιοδάκρυον, ελαιοδεκάτη, ελαιόδενδρον, ελαιοδεψία, ελαιοδιακόπτης, ελαιοδόκη, ελαιοδοχείο, ελαιοκαθαρτήριο, ελαιοκαρποειδή, ελαιόκαρπος, ελαιοκήπιον, ελαιοκηρωτικός, ελαιοκινητήρας, ελαιοκόμος, ελαιοκόνιο, ελαιοκούκκουτσο, ελαιοκράμβη, ελαιόλαδο, ελαιόλιθος, ελαιολόγος, ελαιομαργαρίνη, ελαιομέλαν, ελαιόμετρον, ελαιόμυλος ελαιοξύμετρον, ελαιοπαραγωγός, ελαιοπιεστήριο, ελαιοπινής, ελαιόπιτα, ελαιοπλακούς, ελαιοπλάστες, ελαιόπρινος, ελαιόπρωρος, ελαιοπτένη, ελαιοπυξίδα, ελαιοπυρήνας, ελαιοπώλης, ελαιοσέλινο, ελαιοσυρμοκινητήρας, ελαιοτρίβης, ελαιοτυπία, ελαιοφάγος, ελαιοφιλοφάγος, ελαιόφυλλον, ελαιόχρωμα, ελαιοχρωματίζω, ελαιοχρωμία. (Β' συνθετικό) αγριελαία, αμυγδαλέλαιον, δαφνέλαιον, ιασμέλαιον, καπνέλαιον, λυχνέλαιον, μυρσινέλαιον, πολυέλαιος, σιναπέλαιον, χαμαιμηλέλαιοναρχ.αγριέλαιος, αλέλαιον, ανέλαιος, ανηθέλαιον, ανηλιποκαιβλεπέλαιος, βαλσαμέλαιον, γαρέλαιον, γλυκέλαιον, δελφινέλαιος, ευέλαιος, καλλιέλαιος, κατέλαιος, καλλιελαία, κεδρέλαιον, κηρέλαιον, κυπρινέλαιον, λιπέλαιον, μαστιχέλαιον, μελανθέλαιον, μοσχέλαιον, νιτρέλαιον, οινέλαιον, ολιγοέλαιος, οξέλαιον, οξυέλαιον, οπιέλαιος, πηγανέλαιον, πισσέλαιον, ραφανέλαιον, ρυπέλαιον, σχινέλαιον, υδρέλαιον, υπέλαιον, φιλέλαιος, φιλογαρέλαιος, χαμαιμηλέλαιος, χαμέλαιανεοελλ.αγουρέλαιον, αψινθέλαιον, βαμβακέλαιον, γαριφαλέλαιον, ευχέλαιον, ηδυοσμέλαιον, ηπατέλαιον, θυμέλαιον, ιχθυέλαιον, καμφορέλαιον, κανναβέλαιον, καπνέλαιον, καρυέλαιον, κικινέλαιον, κραμβέλαιον, κυμνέλαιον, κυπαρισσέλαιον, λιβανέλαιον, λιγνιτέλαιον, λινέλαιον, μηκωνέλαιον, μηχανέλαιον, μινθέλαιον, μοσχοκαρυέλαιον, μουρουνέλαιον, μυρτέλαιον, ορυκτέλαιον, παραφινέλαιον, περγαμέλαιον, πετρέλαιον, πικραμυγδαλέλαιον, πυρηνέλαιον, ρητινέλαιον, ροδέλαιον, σησαμέλαιον, σκορδέλαιον, σκοροδέλαιον, σπορέλαιον, τερεβινθέλαιον, φαλαινέλαιον, φοινικέλαιον].
Dictionary of Greek. 2013.